ἐπιτάγην

ἐπιτάγην
ἐπιτάσσω
put upon
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
ἐπιτάσσω
put upon
aor ind pass 1st sg (homeric ionic)
ἐπιτάσσω
put upon
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
ἐπιτάσσω
put upon
aor ind pass 1st sg (homeric ionic)
ἐπιτάσσω
put upon
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
ἐπιτάσσω
put upon
aor ind pass 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιταγήν — ἐπιταγή imposition fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • повелѣниѥ — ПОВЕЛѢНИ|Ѥ (843), ˫А с. 1.Приказание, повеление; предписание: Кротость же ѥсть. ѥже никомѹже не досажати. ни въ словеси ни въ дѣлеси. ни въ повелѣньи. Изб 1076, 33; ‹ра›д‹ъ›ке хотъке ‹сн›овиде витомире ‹ис›пили лагъвицю сьд‹е а› ѫгриньмь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”